- εκφατως
- ἐκφάτωςἐκ-φάτως(ᾰ) явственно, громогласно Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐκφάτως — ἔκφατος beyond power of speech adverbial ἔκφατος beyond power of speech masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκφατος — ἔκφατος, ον (Α) Ι. αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί, ανέκφραστος, άφατος II. επίρρ. ἐκφάντως 1. με μεγάλη φωνή, φανερά, εκφραστικά, ρητώς, σαφώς 2. ασεβώς, αρρήτως, κατά τρόπο που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να λεχθεί («τὸ νυμφότιμον μέλος ἐκφάτως… … Dictionary of Greek